μελισσαριό — το (Α μελισσάριον) [μέλισσα] τόπος όπου είναι εγκατεστημένα μελίσσια, μελισσοκομείο, μελισσουργείο, μελισσομάντρι, μελισσώνας («καὶ ἰδοὺ μελισσάριον ἐν τῷ σώματι τοῡ λέοντος καὶ μέλι ἧν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. αριό (μέσω ενός… … Dictionary of Greek
μελισσοκομείο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 365 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παγγαίου του νομού Καβάλας. Βρίσκεται σε απόσταση 27 χλμ. ΝΔ της Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πιερέων. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. * * * το (ΑM… … Dictionary of Greek
μελισσομάντρι — το μελισσόκηπος, μελισσοκομείο, μελισσουργείο … Dictionary of Greek
μελισσοτροφείο — το [μελισσοτρόφος] τόπος όπου εκτρέφονται μέλισσες, μελισσουργείο, μελισσοκομείο, μελισσώνας … Dictionary of Greek
μελισσόκηπος — ο κήπος ή τόπος περίφρακτος, συνήθως, μεσημβρινός και υπήνεμος, όπου είναι τοποθετημένες κυψέλες τών μελισσών, αλλ. μελισσομάντρι, μελισσοτόπι, μελισσώνας, μελισσοτροφείο, μελισσουργείο … Dictionary of Greek
μελιτουργείον — μελιτουργεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου παράγεται μέλι, μελισσουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μελιτουργός] … Dictionary of Greek