μελισσουργείο

μελισσουργείο
Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 111 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται σε απόσταση 23 χλμ. ΒΑ του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορυσσών. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 68 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται σε απόσταση 28 χλμ. ΝΔ των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κολυμβαρίου.
* * *
και μελισσουργειό το (ΑM μελισσουργεῑον, Α αττ. τ. και μελιττουργεῑον) [μελισσουργός]
μελισσοκομική μονάδα, μελισσοκομείο, μελισσώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελισσαριό — το (Α μελισσάριον) [μέλισσα] τόπος όπου είναι εγκατεστημένα μελίσσια, μελισσοκομείο, μελισσουργείο, μελισσομάντρι, μελισσώνας («καὶ ἰδοὺ μελισσάριον ἐν τῷ σώματι τοῡ λέοντος καὶ μέλι ἧν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. αριό (μέσω ενός… …   Dictionary of Greek

  • μελισσοκομείο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 365 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παγγαίου του νομού Καβάλας. Βρίσκεται σε απόσταση 27 χλμ. ΝΔ της Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πιερέων. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. * * * το (ΑM… …   Dictionary of Greek

  • μελισσομάντρι — το μελισσόκηπος, μελισσοκομείο, μελισσουργείο …   Dictionary of Greek

  • μελισσοτροφείο — το [μελισσοτρόφος] τόπος όπου εκτρέφονται μέλισσες, μελισσουργείο, μελισσοκομείο, μελισσώνας …   Dictionary of Greek

  • μελισσόκηπος — ο κήπος ή τόπος περίφρακτος, συνήθως, μεσημβρινός και υπήνεμος, όπου είναι τοποθετημένες κυψέλες τών μελισσών, αλλ. μελισσομάντρι, μελισσοτόπι, μελισσώνας, μελισσοτροφείο, μελισσουργείο …   Dictionary of Greek

  • μελιτουργείον — μελιτουργεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου παράγεται μέλι, μελισσουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μελιτουργός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”